Έλληνας ποιητής, Νόμπελ 1963
Αριθμός Αφορισμών: 58 | Αναγνώσεις: 305,139 |
Αφορισμοί
Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί. άρεσε σε 1071 |
Σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν είναι σαν να σβήνεις και ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον. άρεσε σε 756 |
Σ’ αυτόν τον τόπο όπου όλοι είμαστε τόσο τραγικά αυτοδίδακτοι… άρεσε σε 462 |
Η Ελλάδα, η χώρα των παράλληλων μονολόγων. άρεσε σε 462 |
Να νοσταλγείς τον τόπο σου ζώντας στον τόπο σου, τίποτα δεν είναι πιο πικρό. άρεσε σε 448 |
Ευνουχισμένοι διανοούμενοι, μικροί ανίκανοι και τυφλοί κυβερνήτες. άρεσε σε 392 |
Κι ο άνθρωπος κατάντησε πραμάτεια. άρεσε σε 384 |
Σ’ αυτόν τον κόσμο που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει να αναζητήσουμε τον άνθρωπο όπου κι αν βρίσκεται. (από την ομιλία του κατά την απονομή του Νόμπελ) άρεσε σε 353 |
Δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη. άρεσε σε 344 |
Κύριε, όχι μ’ αυτούς. Ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου. άρεσε σε 247 |
Καταλαβαίνει κανείς πως δουλεύει καλά, όταν κάθε περιστατικό, το πιο μικρό και ασήμαντο, της καθημερινής ζωής του και της σκέψης του, έρχεται, σαν μοναχό του, και βάζει ένα πετραδάκι στο πράγμα που φτιάνει. άρεσε σε 229 |
[Κάλβος, Σολωμός, Καβάφης] Οι τρεις μεγάλοι πεθαμένοι ποιητές μας που δεν ήξεραν ελληνικά. άρεσε σε 224 |
Όπως δεν μπορείς να καταλάβεις το ψάρι, αν δεν είσαι ψάρι, ή το πουλί, αν δεν είσαι πουλί, έτσι δεν μπορείς να καταλάβεις τον μοναχό άνθρωπο, αν δεν είσαι μοναχός. Πώς να με καταλάβεις, λοιπόν, χρυσή μου; (από την Αλληλογραφία Γιώργου και Μάρως Σεφέρη) άρεσε σε 221 |
Είναι δύσκολο ν’ απαλλαγεί ο κάθε άνθρωπος από τον αόρατο χορό των γερόντων που τον παρακολουθούνε σ’ όλη του τη ζωή. άρεσε σε 192 |
Το σπουδαίο δεν είναι ν’ αλλάξουμε τη ζωή μας, ονειροπολώντας μιαν «άλλη», αλλά να κάνουμε να λαλήσει τούτη η ζωή, όπως μας δόθηκε, την καθημερινή, την ταπεινή, την ανθρώπινη, όπου το καθετί που μπορούσε να γυρέψουμε πρέπει να υπάρχει. άρεσε σε 160 |
Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν, αν η πνοή μας λιγόστευε; (από την ομιλία του στην απονομή του Νόμπελ) άρεσε σε 98 |
Από την εποχή του Αγίου Παύλου ως το Διονύσιο Σολωμό, ο ελληνικός λαός, μέσα από συνθήκες, που εύκολα θα καταντούσαν άγλωσσο οποιονδήποτε άλλο λαό, έσωσε τη γλώσσα του για να την παραδώσει στους μορφωμένους της απελευθερωμένης Ελλάδας. άρεσε σε 84 |
Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. (από την ομιλία στην απονομή του Νόμπελ) άρεσε σε 66 |
Όσο μακριά και να κοιτάξω βλέπω γονατιστούς ανθρώπους –λες κάνουνε την προσευχή τους. άρεσε σε 64 |
Τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη. («Μυθιστόρημα δ’ Αργοναύτες») άρεσε σε 63 |
Όταν στο δρόμο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα, κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. (το τέλος της ομιλίας του κατά την τελετή απονομής του Νόμπελ) άρεσε σε 45 |
«Σεφέρης» στα παλιά οθωμανικά δηλώνει εκείνον που απαλλάσσεται του θρησκευτικού τυπικού της νηστείας λόγω ταξιδιού. «Σεφέρης» σήμερα, στα τουρκικά, είναι ο ταξιδιώτης. άρεσε σε 22 |
Τη γλώσσα μας λ.χ. είναι αδύνατο να την αντικρίσει κανείς αλλιώς παρά σαν ανάσα ζωντανών ανθρώπων. Όχι σαν το ναυαγοσωστικό ζήλο γραμματικών. («ΔΟΚΙΜΕΣ 2») άρεσε σε 15 |
Αυτή η ακίνητη κίνηση σού κόβει την ανάσα. (για το άγαλμα του Ηνιόχου των Δελφών – «Δελφοί», Δοκιμές Β’ τόμος – 1961) άρεσε σε 3 |
Ένας συχωριανός τις προάλλες, κάτω στην Κασταλία, μου έλεγε: «Και τούτα εκεί είναι τα πλατάνια που φύτεψε ο ίδιος ο Αγαμέμνονας». «Ο Αγαμέμνονας;» έκανα ξαφνιασμένος. Με κοίταξε σαν έναν άμαθή. («Δελφοί», Δοκιμές Β’ τόμος – 1961) άρεσε σε 2 |
Εκείνο που ξέρει κανείς τώρα είναι πως η διάρκεια τούτης της γης [...] είναι σχετική· αύριο ή μετά μερικά εκατομμύρια χρόνια. Πως, όταν λέμε αιωνιότητα, δεν έχουμε στον νου κάτι που μετριέται με τα χρόνια, αλλά κάνουμε κάτι σαν την Πυθία που, όταν την έπαιρνε η έκσταση, έβλεπε όλο τον χώρο και όλο τον χρόνο, περασμένο και μελλούμενο, σαν ένα πράγμα. («Δελφοί», Δοκιμές Β’ τόμος – 1961) άρεσε σε 1 |
Στίχοι
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει. άρεσε σε 1004 |
Με τι καρδιά, με τι πνοή τι πόθους και τι πάθος, πήραμε τη ζωή μας, λάθος! κι αλλάξαμε ζωή. άρεσε σε 652 |
Τόσος πόνος τόση ζωή πήγαν στην άβυσσο για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη. άρεσε σε 364 |
Λυπούμαι που άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι ανάμεσα από τα δάχτυλα μου χωρίς να πιω μια στάλα. άρεσε σε 349 |
Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στο ακρογιάλι. άρεσε σε 346 |
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά-σιγά βουλιάζει. Και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της. άρεσε σε 178 |
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες». Επαναλαμβανόμενος (τρις) στίχος από την «Ελένη». Τα εισαγωγικά είναι του ποιητή. (Οι Πλάτρες είναι χωριό στο όρος Τρόοδος) άρεσε σε 164 |
Η υψηλότερη μορφή της Άνοιξης που ξέρω: μια ελληνική Μεγάλη Εβδομάδα. — Δομικές Β’ άρεσε σε 155 |
Είπες εδώ και χρόνια: «Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός.» άρεσε σε 125 |
Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν᾿ αντικρίσετε τον ήλιο. Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν᾿ αντικρίσετε τον άνθρωπο. («Κίχλη») άρεσε σε 120 |
Τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους; «Ελένη» άρεσε σε 119 |
Είτε βραδιάζει, είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί. άρεσε σε 83 |
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε. Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη. άρεσε σε 78 |
Μέτρια κι όλα μέτρια και μέτρια παντού Κ’ οι αγάπες μου κ’ οι πόθοι μου, κι ότι η καρδιά μου ανειώνει Κ’ η φαντασία της ψυχής και το είδωλο του νου Και ο έρωτας της ομορφιάς και του παντοτεινού, με σφίγγουν όλα μέτρια, το μέτριο με παγώνει. άρεσε σε 70 |
Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις. (από την «Κίχλη») άρεσε σε 64 |
Στήνουμε θέατρα και σκηνικά, όμως η μοίρα μας πάντα νικά και τα σαρώνει και μας σαρώνει. άρεσε σε 50 |
Σκαρφαλώνοντας λέξεις, όπως μιαν ανεμόσκαλα… «Τετράδιο Γυμνασμάτων Β’» άρεσε σε 47 |
Σε κοίταζα με όλο το φως και το σκοτάδι που έχω μέσα μου. («Θερινό Ηλιοστάσι») άρεσε σε 47 |
Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες· τούτες τις πέτρες τις εσήκωσα όσο βάσταξα τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα τούτες τις πέτρες, τη μοίρα μου. (Γυμνοπαιδία Β΄. Μυκήνες) άρεσε σε 42 |
Τη φλόγα τη γιατρεύει η φλόγα όχι με των στιγμών το στάλαγμα αλλά μια λάμψη, μονομιάς, άρεσε σε 40 |
Κύριε, βόηθα να θυμόμαστε πώς έγινε τούτο το φονικό· την αρπαγή, το δόλο, την ιδιοτέλεια, το στέγνωμα της αγάπης· Κύριε, βόηθα να τα ξεριζώσουμε… άρεσε σε 39 |
Όπως τα πεύκα κρατούνε τη μορφή του αγέρα ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί το ίδιο τα λόγια φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί. (Επί Σκηνής/ΣΤ’) άρεσε σε 31 |
Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί. («Ερωτικὸς Λόγος») άρεσε σε 23 |
ο ναύκληρος μου είπε: «Είναι η Αγια-Σοφιά, θα σε πάω το βράδυ στις γυναίκες». Έτσι γνώρισα τις γυναίκες που φορούν μονάχα κάλτσες εκείνες που διαλέγουμε, μάλιστα. άρεσε σε 22 |
Πού ’ναι η αγάπη που κόβει τον καιρό μονοκόμματα στα δυο και τον αποσβολώνει; («Το ύφος μιας μέρας») άρεσε σε 18 |
Παλιέ μου φίλε συλλογίσου, σιγά-σιγά θα συνηθίσεις η νοσταλγία σου έχει πλάσει μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους έξω απ᾿ τη γης κι απ᾿ τους ανθρώπους. («Ο γυρισμός του ξενιτεμένου», 1938) άρεσε σε 12 |
«Στα σκοτεινά πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε…» Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά. Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν. («Ο τελευταίος σταθμός», από τη συλλογή Ημερολόγιο Καταστρώματος Β’) άρεσε σε 7 |
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα. («Ο τελευταίος σταθμός», από τη συλλογή Ημερολόγιο Καταστρώματος Β’) άρεσε σε 5 |
και μην ανοίγεις όσο κι α χτυπούν· φωνάζουν μα δεν έχουν τι να πουν. («Το ραδιόφωνο», Κίχλη – 1947) άρεσε σε 3 |
Τη θάλασσα τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει; («Κ΄ [Ανδρομέδα]», Μυθιστόρημα. – 1935) άρεσε σε 2 |
Πεινούσαμε στης γης την πλάτη, σα φάγαμε καλά πέσαμε εδώ στα χαμηλά ανίδεοι και χορτάτοι. («Οι σύντροφοι στον Άδη», Στροφή – 1931) άρεσε σε 1 |
Κι α με δικάσετε να πιω φαρμάκι, ευχαριστώ· το δίκιο σας θα ’ναι το δίκιο μου· πού να πηγαίνω γυρίζοντας σε ξένους τόπους, ένα στρογγυλό λιθάρι. Το θάνατο τον προτιμώ· ποιος πάει για το καλύτερο ο θεός το ξέρει. («Το ναυάγιο της Κίχλης», Κίχλη – 1947) άρεσε σε 1 |