Γλωσσικό Παράρτημα: Επισημάνσεις για τη σωστή χρήση της Ελληνικής Γλώσσας.
Α |
- αγαλλίαση
- αγγέλλω, αναγγέλλω, άγγελος, απαγγέλλω
- αδελφοποιτός (=σταυραδερφός)
- αιδεσιμότατος
- ακατονόμαστος
- αμπέχονο
- ακριτομυθία
- ακροποδητί
- αλαζονεία
- αλγεινός
- αλείβω, αλείφω, αλοιφή
- αλλεπάλληλος
- αλληλεγγύη
- αλλοπρόσαλλος
- αλλιώς, αλλιώτικος
- αλλοιώνω, αλλοίωση
- Αλόννησος
- αμείβω, αμοιβή
- αμετροέπεια
- αμυδρά
- αμφιβληστροειδής
- αναζωπύρωση
- αναζωογονώ
- ανακαίνιση
- ανάμειξη, ανάμεικτα
- άναμμα, προσάναμμα, αναμμένος
- άναρθρος
- αναρριχώμαι
- ανασκολοπίζω
- αναστέλλω
- αναστήλωση, υποστύλωση
- αναφανδόν
- αναφιλητό
- ανέγγιχτος
- ανειλημμένος
- ανελλιπώς
- ανενδοίαστα
- ανεπιθύμητος
- ανεπίληπτος
- ανεπιτήδευτα
- ανεξιθρησκία (αλλά θρησκεία)
- ανθυγιεινός
- ανδρεία, ανανδρία
- ανιδιοτελής
- ανταλλάσσω
- αντεπεξέρχομαι
- αντενδείκνυται
- αντεπιστέλλον [μέλος]
- αντικρίζω, αντίκρισμα, αντίκρυ
- αντίρρηση
- ανυπερθέτως
- αόμματος
- απαθανατίζω
- απαλλοτριώνω, απαλλοτρίωση
- απαρχαιωμένος
- απεκδύομαι
- αποδιοπομπαίος (προσοχή στη σειρά των γραμμάτων)
- αποθαρρυντικός
- αποκομμένος
- αποκύημα
- απολέσει [στον παρακ.:έχω απολέσει]
- απονενοημένο
- απόρριμμα, απορρίπτω
- απόρροια
- απορροφώ
- αποσάθρωση
- αποσαφήνιση
- αποσβολωμένος
- αποσόβηση
- απρόσκοπτος
- αράθυμος
- αρνησικυρία
- αρραβώνας
- αρραγής
- αρρενωπός
- άρρηκτος
- αρρώστια, άρρωστος
- αρχαιοκαπηλία
- ασκαρδαμυκτί (= με ορθάνοιχτα τα μάτια)
- άσος
- αστοιχείωτος
- ασυζητητί
- ατιμωρητί
- αυθωρεί
- αυτολεξεί
- αυτοστιγμεί
|
B |
- βαριέμαι
- βγείτε
- βδελυρός
- βεβαρημένος (αλλά και βεβαρυμένος)
- βερίκοκο
- βιολοντσέλο
- βιοποικιλότητα
- βιοτικός, βίωμα, βιωματικός, βιώσιμος
- βλέμμα
- βλέννα
- βορράς, βοριάς, βορινός
- βραδιά, βραδινός, βράδυ
- βρόμα
- βύσσινο
- βυσσοδομώ
|
Γ |
- γαρίφαλο
- γάγγραινα
- γειτόνισσα, γειτονιά
- γενεαλογικός
- γενέτειρα
- γέννηση, γένεση, Γένεσις [της Βίβλου], γενέθλια
- γιατρειά
- γινωμένος
- γλαφυρός
- γλείφω
- γλιστρώ
- γλίσχρος (=πενιχρός, ανεπαρκής), γλισχρότητα
- γλιτώνω (αλλά και γλυτώνω)
- γλοιώδης
- γραμματέας, γραμμένος
|
Δ |
- δαιδαλώδης
- δεισιδαιμονία
- διακλαδικότητα
- διάλειμμα, διάλυμα [χημικό]
- διαπίδυση
- διαπρύσιοι [λόγοι]
- διαρρήκτης
- διαρροή
- διαχείριση
- διατεθειμένος, εκτεθειμένος
- διεγείρω
- διείσδυση
- διεκδικητικός
- διεισδυτικότητα
- διευκρίνιση
- δίκιο
- δικλίδα (αλλά και δικλείδα)
- δίλημμα
- διττός
- διυλιστήριο
- δοκησίσοφος
- δυσφήμηση, διαφήμιση
- δολάριο
- δούκισσα
- δυσωδία
- δώσ’ μου
- δωσίλογος
|
Ε |
- εγκάθειρκτος
- εγκατάλειψη
- εγκαταστημένος
- εγκεκριμένος
- εγκολπώνομαι
- εγνωσμένος
- εγχείρηση, εγχειρίζω, αορ. εγχείρισα
- εδώδιμα (=φαγώσιμα
- έδωσα, θα δώσω, δόθηκα, θα δοθώ
- ειδάλλως
- ειδησεογραφικό
- ειδήμων
- ειδύλλιο
- εικοτολογία (=διατύπωση εικασιών, αυθαίρετων συμπερασμάτων)
- εισιτήριο
- εκ γενετής
- εκατομμύριο
- εκεχειρία
- έκκληση
- εκκρεμότητα
- έκκριση
- εκμεταλλεύομαι, εκμετάλλευση
- εκμυστηρεύομαι
- έκπαγλος
- έκχυση
- ελάσσων, έλασσον (το)
- ελάττωμα
- έλλειψη, έλλειμμα
- ελλιπής
- ελλειπτικός
- ελλοχεύω
- έμμεσος
- εμμονή
- εμπεριστατωμένος
- εμφιλοχωρώ
- ενάλιος (= θαλάσσιος)
- ενάμιση (τον), ενάμισης, (το) ενάμισι
- ενεός (=άφωνος)
- ενθάρρυνση
- εννέα, εννιακόσια, ένατος, ενενήντα
- έννοια
- ενστικτωδώς
- εξημμένα (πνεύματα)
- έξαλλος
- εξομοίωση
- εξαπίνης
- εξόφθαλμος
- επαΐοντες
- επανειλημμένος
- επεισόδιο
- επιβαρυμένος (αλλά και επιβαρημένος)
- επιρροή, επηρεάζω, επήρεια
- επιρρεπής
- επίρρωση
- επιτετραμμένος
- (τα) Επιφάνια
- επιχείρηση, επιχειρηματικότητα
- εποικοδομητικός
- εποποιία
- επουσιώδες
- εποχιακά [προϊόντα], εποχική [ασθένεια]
- έρεισμα
- έριχνα
- έρρινος
- εσαεί
- εσκαμμένα
- εσκεμμένος
- εσπευσμένος
- εταιρεία (και όχι εταιρία)
- ετυμηγορία
- Ευριπίδης
- εύρωστος
- ευφυΐα
- εχέγγυο
- ζήλια
|
K |
- Καλλιρρόη
- καταχώριση(αλλά και καταχώρηση)
- κοιτάζω
- καημός
- κάθιδρος
- κάθισε, καθίστε
- καλαισθησία
- καλλιτέχνης, καλλιμάρμαρο, καλλίφωνος
- κάλυμμα, καλυμμένος
- καμένος
- καμωμένος
- κανέλα
- κάννη
- καπέλο
- καταμεσής
- καταρρακτώδης
- καταρρακώνω
- κατάρρευση
- καταρρίπτω
- κατατεθειμένος
- κατάφωρος
- κεκλιμένος
- κεραμίδι
- κεφαλαιώδης
- κήρυγμα
- κλαγγή
- κλαυθμυρίζω
- κλείστε
- κλειτορίδα
- κληρωτίδα
- κλύσμα
- κλώσα
- κλοτσιά (αλλά και κλωτσιά)
- κνώδαλο
- κοινοτοπία (και όχι κοινοτυπία)
- κοινωνικότητα
- κόκαλο
- κόκορας
- κολλιτσίδα
- κολοσσιαίο, κολοσσός
- κολοφώνας
- κομμάτι
- κομπορρημοσύνη
- κοπέλα
- κραδαίνω
- κρεμμύδι
- κρηπίδωμα
- κρησφύγετο
- κροκόδειλος, κροκοδείλια
- κρυμμένος
- κρύσταλλο
- κτίριο (αλλά και κτήριο)
- κυκλοφοριακό [οχήματα], κυκλοφορικό [αίμα]
- κύπελλο
- κύτταρο
- κωδίκελος
|
I, Λ |
- ιδιόρρυθμος
- ιθύνοντες
- ικμάδα
- ίλιγγος
- ισορροπία
- λαρύγγι
- λειτουργία
- λέκιθος
- λήκυθος
- λιώνω (αλλά και λειώνω)
- λογύδριο
- λοιδορώ
- λοιμώδες
- λόξιγκας (αλλά και λόξυγκας)
- λυθρίνι
- λυμαίνομαι
- λύσσα, λυσσωδώς
|
Μ |
- μαγείρισσα
- μακριά, μακρινός
- μεγαλεπήβολος
- μεγέθυνση, μεγεθύνω
- μειλίχιος
- μελίρρυτος
- μέλισσα
- μετανιώνω
- μήνυμα
- μηχανορράφος
- μοχθηρός
- μπάλα
- μύγα, μυγιάγγιχτος
- μυδράλιο
- μυκηθμός (μούγκρισμα)
- μύκητας
- μυς, (οι) μύες, (τους) μυς
- Μυκηναϊκός
- μυκτηρίζω
- Μυτιλήνη
- μυώδης
|
Ν, Ξ |
- ναΰδριο
- νεότερος
- νεφελώδης
- νηπενθής
- νηφάλιος
- νιάτα
- νιώθω (αλλά και νοιώθω)
- νοιάζομαι
- ξένοιαστος
- ξίδι
- ξινός
|
Ο |
- οδύρομαι, οδυρμός
- οδύσσεια
- οιονεί
- οίστρος
- οκλαδόν
- ομνύω, ώμοσα
- ομοθυμαδόν
- ομόρφυνα
- ομώνυμος
- όνειδος
- οξύρρυγχος
- ορεσίβιος
- όρθρος
- ορισμένως (επίρρημα)
- ορκωμοσία
- ορμέμφυτο
- όροφος, μονώροφος, διώροφος, πολυώροφος
- ορρωδία
- ουσιώδης
- ουτιδανός
- οφειλέτης
- όφελος, ωφέλιμος
|
Π |
- ποιο, πιο: (
δεν ξέρω ποιο είναι πιο καλό)
- παλιγγενεσία
- παλικάρι (σπανιότερα, παλληκάρι)
- παλίμψηστος
- παλιννόστηση
- παλινωδώ
- παλιός
- παλίρροια, παλιρροϊκό
- παλλαϊκός
- παμψηφεί
- πανομοιότυπος
- παντρειά
- παράπτωμα
- παρατηρητικότητα
- παρεισφρέω
- παρέκκλιση
- παρεμπιπτόντως
- παροιμιώδης
- παρονομαστής
- παρρησία
- παταγώδης
- πεζοπορία
- πελιδνός
- Πελοπόννησος
- περηφάνια (αλλά προσοχή: και υπερηφάνεια)
- περιβάλλον
- περιθάλπω (και όχι περιθάλπτω)
- περιπετειώδης
- περιποίηση
- περιρρέω
- περισσεύω, περίσσιος
- περιττός
- περίφροντις
- περιωπή
- πέρυσι, περσινός
- πετρελαϊκός, πετρελαιοειδή
- πηγαιμός
- πηχυαίος
- πιλοτή
- πινέλο
- πιρούνι
- πλατειάζω
- πλατιά, παχιά, βαθιά (θηκυκά επίθ.)
- πλειστηριασμός
- πληθωρικότητα
- πλημμέλημα
- ποικίλλω, ποικίλος, ποικιλία
- ποιμνιοστάσιο
- πολυσυλλεκτικότητα
- πόρρω [απέχει]
- πρίγκιπας
- προβιά
- προπετής
- προπηλακίζω
- προσεταιρίζομαι
- προσκεκλημένος
- πρόσκομμα
- πρόσμειξη
- προσφυής
- πρίμα, πρυμιά
- πρωθύστερο
- πρωτόκολλο
- πρωτοπορία
- πώρωση
- ρείθρο
- ρηξικέλευθος
- ρητίνη
|
Σ |
- σάλπιγγα
- σαρδόνιος
- σάτιρα, σατιρικό [έργο]
- σατυρικό (του Σατύρου), Σάτυρος
- σεσημασμένος
- σήραγγα (=τούνελ), σύριγγα
- σιντριβάνι
- σιτηρέσιο
- σόλοικος
- σπάγκος
- σπιθαμιαίος
- σπινθηροβόλος
- σπλάχνο
- στενοχωρώ
- στεντόρειος
- στηλιτεύω
- στιλέτο
- στοιχειώδης
- στιλπνός
- στραμμένος
- στρυφνός
- συγγνώμη(ν)
- συγκεχυμένος
- συλλήβδην
- συμμορία
- συμπαρομαρτούντα
- συμπίλημα
- συμπληρωματικός
- συμφυής
- συνδαιτυμόνας
- συνδυασμός, συνδυάζω
- συνείδηση, συνειδητοποίηση,συνειδητοποιώ
- συνεννοούμαι
- συνημμένος
- συννυφάδα
- συνονθύλευμα
- συνονόματος
- συνωμότης, συνωμοσία
- σύρραξη
- συρραφή
- σύρριζα
- συρρίκνωση
- συρροή
- συσπείρωση
- συσσίτιο
- σωματότυπος
|
Τ |
- τάλιρο
- ταξίδι
- τέσσερα, τέσσερις
- τετριμμένος
- τήβεννος
- τίθενται (και όχι τίθονται)
- τοιχοποιία
- τουαλέτα
- τρεισήμισι, τριάμισι
- τρελός
- τρικυμιώδης
- τρίμμα
- τυραννία, τύραννος
- τυρβάζει
|
Υ, Φ, Χ, Ψ, Ω |
- υγιεινός, υγιής
- υδρορροή
- υπεισέρχομαι
- υπερηφάνεια, αλλά περηφάνια
- υποβολιμαίος
- υποδόριος
- υπόλειμμα
- υπόψη
- φάκελος
- φαλκιδεύω
- φαράγγι
- φερέγγυος
- φετινός
- φληναφήματα
- φυλλορροώ
- φύρδην μίγδην
- φωριαμός
- χαώδης
- χείμαρρος, χειμαρρώδης
- χιμώ, χίμηξα
- χλαμύδα
- χλοοτάπητας (και όχι χλωροτάπητας)
- χλωμός (αλλά και χλομός)
- χνότο
- χρεοκοπία
- χρυσοποίκιλτος
- ψέμα
- ψιθυρίζω, ψίθυρος
- ψοφοδεής
- ωοειδές
- ωσότου
- ωφελώ, ωφέλημα, ωφέλιμος
- ωφελιμιστής, οφείλω, οφειλή, όφελος, οφειλέτης
|
Σχόλιο για τις δύσκολες ορθογραφικά λέξεις |
Ίσως ένα ευρετήριο με την ορθογραφία κάποιων λέξεων να φαίνεται περιττό, ειδικά στις μέρες μας, που υπάρχει η πολυτέλεια της χρήσης ορθογράφων στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Οι ορθογράφοι στους επεξεργαστές κειμένου είναι πολύτιμο βοήθημα, αλλά θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι δεν είναι πλήρεις ούτε πάντα σωστοί. Μερικά από τα τρωτά τους σημεία είναι λέξεις και φράσεις που προέρχονται από τα αρχαία (αλλά είναι ακόμα σε χρήση), φράσεις λαϊκές ή ποιητικές, καθώς και κάποιοι όχι τόσο συνηθισμένοι γραμματικοί τύποι (όπως πτώσεις ουσιαστικών και κλίσεις ρημάτων). Ένα δείγμα αυτής της αδυναμίας είναι ότι αν ελέγξουμε ένα κλασικό νεοελληνικό κείμενο με τον ορθογράφο του Word, ένα ποίημα του Καβάφη λόγου χάριν, είναι βέβαιο ότι ο ορθογράφος θα "κοκκινίσει" ένα μεγάλο μέρος του κειμένου! Ακόμα και η νεοελληνική γραμματική του Μανόλη Τριανταφυλλίδη δεν θα έβγαινε αλώβητη από μια τέτοια δοκιμασία!
Γι'αυτό, καλό είναι να είμαστε σε κάθε περίπτωση εφοδιασμένοι με μια καλή γνώση των γλωσσικών κανόνων και να είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τις ιδιαιτερότητες της γλώσσας μας και παράλληλα σε θέση να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητές της. Ο ηλεκτρονικός ορθογράφος δεν είναι πανάκεια και ούτε μπορεί να είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμος.
|